- απροσήγορος
- -η, -ο (Α ἀπροσήγορος, -ον) [προσήγορος]νεοελλ.ακοινώνητος, αγροίκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπροσήγορος — not to be accosted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσήγορον — ἀπροσήγορος not to be accosted masc/fem acc sg ἀπροσήγορος not to be accosted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσηγόρους — ἀπροσήγορος not to be accosted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπροσήγορον — ἀπροσήγορον , ἀπροσήγορος not to be accosted masc/fem acc sg ἀπροσήγορον , ἀπροσήγορος not to be accosted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)